Αποκαλύπτεται 17 χρόνια μετά: Ο πραγματογνώμονας της υπόθεσης Άλεξ σπάει τη σιωπή του για ότι συνέβη τότε στη Βέροια
Ο πραγματογνώμονας της υπόθεσης, Μάριος Μαρκοβίτης, δίνει τη δική του εκδοχή στα όσα συνέβησαν στον 11χρονο Άλεξ, στη Βέροια, στο βιβλίο του «Τα Τζόκεϊ Καπέλα» και ρίχνει εκ νέου φως στην υπόθεση που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. crossorigin="anonymous">
style="display:block"
data-ad-client="ca-pub-3898679088151809"
data-ad-slot="3017707399"
data-ad-format="auto"
data-full-width-responsive="true">
Εξαφάνιση Άλεξ: Η ανάλυση της υπόθεσης από τους ειδικούς
“…ο δικηγόρος θεώρησε αναγκαίο να παρέμβει και εδώ, έβγαλε από το δερμάτινο χαρτοφύλακα δύο εφημερίδες, η Μακεδονία και το Βήμα της 3ης Φεβρουαρίου 2009 ήταν, και διάβασε, αφού ενημέρωσε ότι ήταν λόγια του Δικαστή: Είναι βαρύς και τιμητικός ο ρόλος που έχουμε, γιατί πρέπει να καθαρίσουμε το απόστημα που ταλαιπωρεί εδώ και πολύ καιρό τις ψυχές της μητέρας του Άλεξ και των παιδιών- ελπίζουμε η απόφαση να βάλει τέλος στη γάγγραινα που τρώει την ψυχή τους, για κανέναν η επόμενη ημέρα δεν θα είναι η ίδια, ούτε για τη μητέρα ούτε για τα παιδιά ούτε για τις οικογένειές τους”…
Τον Φεβρουάριο του 2006 εξαφανίστηκε στη Βέροια, όπου ζούσε με τη μητέρα του, ο 11χρονος Άλεξ, ρωσο-γεωργιανής καταγωγής. Τέσσερις μήνες αργότερα, αποκαλύφθηκε η εμπλοκή στην εξαφάνισή του μιας παρέας πέντε ανηλίκων, έντεκα έως δεκατριών ετών.
Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Μάριος Μαρκοβίτης ορκίστηκε εμπειρογνώμονας για την υπόθεση αυτή και επί τέσσερις μήνες, ως επικεφαλής μιας ομάδας συνεργατών από το Ψυχιατρικό Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του Νοσοκομείου Παπανικολάου, ταξίδευε στη Βέροια, την πόλη όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, στις ίδιες γειτονιές, πλατείες και σοκάκια με τους πέντε ανήλικους, προκειμένου να “βουτήξει” στα βαθιά της υπόθεσης.
Όπως υπογραμμίζει ο Μ. Μαρκοβίτης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ,”εργαστήκαμε τέσσερις μήνες ως πραγματογνώμονες με πάμπολλες συνεντεύξεις, μαρτυρίες… Αλλά τυχαίνει να είμαι από τη Βέροια, δηλαδή ξαναβρέθηκα για τέσσερις μήνες στην πατρίδα που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Κι έτσι, μαζί με την πραγματογνωμοσύνη για τα πέντε παιδιά -το βιβλίο επικεντρώνεται κυρίως στην ομάδα των πέντε παιδιών, αυτών που κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν με κοινωφελή μέτρα λόγω της μικρής ηλικίας τους- βρέθηκα κι εγώ στα σοκάκια, τους δρόμους, τις πλατείες που έτρεχαν, έπαιζαν κι “αλήτευαν” τα παιδιά. Τα ίδια είχα κάνει κι εγώ στην παιδική μου ηλικία. Έτσι, αυτόματα κι εγώ οδηγήθηκα σε μία αυτοαναλυτική “βύθιση” στα παιδικά μου χρόνια”.
Και συμπληρώνει “οι πέντε ανήλικοι, εντεκάχρονα και δωδεκάχρονα παιδιά τότε, έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνα, σκληρά και αμετανόητα άτομα (τουλάχιστον οι τέσσερις απ’ αυτούς), ενώ η παρέα που συγκροτούσαν θεωρήθηκε ως εγκληματική συμμορία. Αυτή στην ουσία είναι η εικόνα που παρατηρείται σε όλες τις αναφορές, μέχρι και σήμερα, έτσι έχει αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη. Αυτό είναι και το θέμα, σε πρώτο επίπεδο, του βιβλίου, μια ερευνητική και κριτική προσέγγιση των πέντε αυτών ανηλίκων. Ταυτόχρονα εξετάζεται και παρουσιάζεται η στάση και η αντίδραση της τοπικής κοινωνίας”.
Σε δεύτερο, παράλληλο επίπεδο, αναφύονται και περιγράφονται τα πορίσματα μιας άλλης “πραγματογνωμοσύνης”, αυτής που ο Μ. Μαρκοβίτης οδηγήθηκε ως “πραγματογνώμονας” να ενεργεί για τον ίδιο, “μια ανολοκλήρωτη, επώδυνη, συνάμα και ανακουφιστική προσπάθεια αυτοβιογραφίας των παιδικών μου χρόνων, μέχρι την αντίστοιχη ηλικία των πέντε ανηλίκων έως το τέλος της Δίκης τους, οπότε και βρίσκονταν στη μέση εφηβεία”, όπως χαρακτηριστικά τονίζει.
Τα τζόκεϊ καπέλα στην εξαφάνιση
Στις συνεδρίες για την πραγματογνωμοσύνη, οι τρεις από τους πέντε ανήλικους εμφανίστηκαν με καπέλα τύπου τζόκεϊ, σημειώνει ο Μ. Μαρκοβίτης και προσθέτει πως συνήθως δεν τα έβγαζαν κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ενώ τα φορούσαν και μέσα στην τάξη, μετά το τραγικό γεγονός και οργίζονταν και αντιδρούσαν έντονα, όταν κάποιος συμμαθητής τους, αστειευόμενος, προσπαθούσε να τους τα βγάλει. “Σαν να θέλουν να κρύψουν κάτι και να κρυφτούν από τους άλλους, παρατήρησε ένας δάσκαλος, σαν να ντρέπονται δηλαδή ή σαν να μετάνιωσαν ή σαν να αποφεύγουν τις εχθρικές ματιές, κρύβονται, κάπως έτσι το προσέγγισε ο δάσκαλος και ασφαλώς είναι μια λογική ερμηνεία”, αναφέρεται στο βιβλίο.
“Τα τζόκεϊ καπέλα ήταν μια απομάκρυνση των ίδιων των παιδιών από την κοινωνία, τα κανάλια, τους διάφορους ειδικούς που τους χαρακτήριζαν ως εγκληματίες. Απόκοβαν τα ίδια τα παιδιά τον εαυτό τους από την κοινωνία και τη γνώμη της κοινωνίας. Κρυβόντουσαν πίσω από τα τζόκεϊ καπέλα και γι’ αυτό χρησιμοποίησα κι αυτόν τον τίτλο”, τονίζει ο Μ. Μαρκοβίτης.
“Τα παιδιά αυτά έχουν καταχωρηθεί στην κοινή γνώμη, μάλιστα και από ειδικούς, ως άγρια, εγκληματική, τρομοκρατική συμμορία […] Δεν ήταν όμως έτσι. Και το δικαστήριο το ίδιο δεν χρησιμοποίησε τη λέξη συμμορία. Χρησιμοποίησε τη λέξη παρέα παιδιών και αποδόθηκε η εξαφάνιση ή ο θάνατος του Άλεξ σε μη σκοπούμενη θανατηφόρα βλάβη από τα πέντε παιδιά στον Άλεξ. Αυτό είναι το σημαντικό κομμάτι. Ανατρέπεται λίγο – πολύ αυτή η αίσθηση που έχει επικρατήσει και επικρατεί ότι τα παιδιά αυτά ήταν μια άγρια συμμορία”, είπε ο κ. Μαρκοβίτης, οι αναφορές του οποίου στα πέντε παιδιά σταματούν (χρονικά) μετά το τέλος της δίκης, παρά το γεγονός ότι έχει παρακολουθήσει την πορεία ζωής τους.
“Δύσκολα θα βρούμε άλλους ανηλίκους, όπως αυτοί οι πέντε της Βέροιας και κυρίως οι τρεις που χαρακτηρίστηκαν ως δυνατοί, σκληροί και αμετανόητοι, οι οποίοι να δέχτηκαν συνολικά από την κοινωνία τόσο πολλές επιθέσεις για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και σήμερα σε κάθε μορφή εξαφάνισης παιδιού, γίνεται αυτομάτως αναφορά στα τέρατα αυτά της Βέροιας”, συνεχίζει ο κ. Μαρκοβίτης.
“Το βιβλίο“, σημειώνει, “αναφέρεται στην εξαφάνιση Άλεξ κάπου στη Βέροια, από κάποιους μεγάλους, πιθανόν συγγενείς των παιδιών. Τα ίδια τα παιδιά δεν το γνώριζαν κατά πάσα πιθανότητα αυτό, γιατί αν το γνώριζαν δεν θα μπορούσαν να το κρατήσουν μυστικό. Γνώριζαν ότι κάποιοι το εξαφάνισαν, πιθανόν δικοί τους, αλλά όχι με ποιον τρόπο και πού. Αυτή είναι η αίσθηση που επικρατούσε και στην τοπική κοινωνία”.
Η συνέχεια της ανάλυσης
“Στα σοφά λόγια του Δικαστή (βλ. εισαγωγή), όταν ύστερα από τρία χρόνια τελείωσε η Δίκη και βγήκε η απόφαση, δίπλα στο σαράκι που ασταμάτητα κατατρώει την ψυχή της Μάνας μπαίνει και η γάγγραινα που βασανίζει τα παιδιά που δολοφόνησαν, η λύτρωση είναι το ζητούμενο και για τις δύο πλευρές. Ελάχιστοι στάθηκαν στην αλήθεια αυτής της Δικαιοσύνης”, τονίζεται στο βιβλίο.
Παρά το γεγονός ότι οι αναφορές στα Τζόκεϊ Καπέλα του Μ. Μαρκοβίτη αφορούν το παρελθόν, θα έλεγε κανείς πως είναι καθόλα επίκαιρες, αφού, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο συγγραφέας, “στο βιβλίο προφητεύεται ότι αγριότητες εφήβων σίγουρα θα δούμε τα επόμενα χρόνια, όπως και συμβαίνει. Το ζούμε πάρα πολύ έντονα και ιδίως εφήβων της μέσης εφηβικής ηλικίας. Είναι ένα τραγικό γεγονός, καθημερινότητα σχεδόν. Τα παιδιά αυτά δεν ήταν γκάγκστερ και εγκληματίες. Έτυχε αυτό το επεισόδιο, ενώ επίσης ένα σημαντικό είναι που δεν μαρτύρησαν ποτέ πού βρίσκεται η σορός του Άλεξ”.
Η δίκη των πέντε ανηλίκων ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2008 και τελείωσε στις 3 Φεβρουαρίου 2009, ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μάριος Μαρκοβίτης, “δύσκολα θα φύγουν τα τζόκεϊ καπέλα, θα τους ακολουθούν με διάφορες μορφές”…