Λυδία Τζεβάτογλου: Η τσιγγάνα από τη Βέροια που έσπασε τα στερεότυπα και έγινε κοινωνική λειτουργός
Λυδία Τζεβάτογλου: Πως άλλαξε την ζωή της
Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Ο δάσκαλός μου με στήριξε πολύ. Σε εμάς αν είσαι καλός μαθητής η οικογένειά σου δεν χαίρεται. Αντίθετα. Σου λένε “είσαι 14 χρόνων, πρέπει να παντρευτείς. Είναι πολύ σημαντικό κάποιος να πιστεύει σε σένα. Δεν είναι το DNA των τσιγγάνων, είναι οι συνθήκες που κάνουν τη διαφορά. crossorigin="anonymous">
style="display:block"
data-ad-client="ca-pub-3898679088151809"
data-ad-slot="3017707399"
data-ad-format="auto"
data-full-width-responsive="true">
Ο δικός μας ο κόσμος και ο δικός σας είναι πολύ διαφορετικοί. Για να καταφέρεις να περάσεις από τον ένα στον άλλο, να κάνεις τη μετάβαση, χρειάζεσαι μεγάλη προσπάθεια αλλά και μεγάλη υποστήριξη απέξω γιατί η δική σου κοινωνία δεν θα σε στηρίξει. Χρειάζεται να απορρίψεις όσα ξέρεις, να χάσεις ανθρώπους, να μετρήσεις τον εαυτό σου με άλλους όρους. Γι’ αυτό πολλοί εγκαταλείπουν την προσπάθεια».
Το καθημερινό της πρόγραμμα είναι δύσκολο και εντατικό. Ξυπνάει στις 3-3.30 τα ξημερώματα, ώστε να προλάβει να βρίσκεται στη δουλειά της στον Δήμο Κερατσινίου, στις 5 π.μ. που ξεκινάει η βάρδιά της με το απορριμματοφόρο. Έχει σπουδάσει κοινωνική λειτουργός και βοηθός βρεφονηπιοκόμου και ελπίζει ότι σύντομα θα καταφέρει να βρει κάτι άλλο. Όμως είναι ευχαριστημένη. «Δουλειά να υπάρχει», λέει. Oταν τελειώσει η βάρδιά της επιστρέφει σπίτι και ξεκινάει με τις δουλειές. Μόλις παντρεύτηκε και υπάρχουν δουλειές, πολλές δουλειές που χρειάζεται να γίνουν. «Στη δική μας κοινωνία, δεν υπάρχει το ταπεράκι από τη μαμά», λέει γελώντας.
Έπειτα, διαβάζει και παρακολουθεί μαθήματα. Στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο για να εκπαιδευτεί… στην εκπαίδευση ενηλίκων Ρομά, ένας διετής κύκλος σπουδών για τον οποίο έχει πάρει υποτροφία. Σε ένα πρόγραμμα από την Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο υλοποιείται από την ΕΕΤΑΑ (Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης), για να μάθει πώς να υποστηρίζει τα παιδιά Ρομά ώστε να μην εγκαταλείπουν το σχολείο. Περίπου στις 11 το βράδυ κλείνουν πια τα μάτια της. Και την επόμενη μέρα πάλι από την αρχή.
Πείσμωσα. Σκεφτόμουν γιατί η «Μαρία» τα καταφέρνει και όχι εγώ. Διάβασα, διάβασα, διάβασα, μέρα νύχτα. Είμαι τσιγγάνα αλλά είμαι και άλλα πράγματα, έχω πολλές ταυτότητες όπως όλοι οι άνθρωποι.
Γεννήθηκε στη Βέροια και ήρθε στην Αθήνα με την οικογένειά της όταν ήταν περίπου 9 ετών. Οι γονείς της, Ελληνες μουσουλμάνοι, Ρομά από την Ξάνθη δούλευαν στα χωράφια της περιοχής. Αγροτικές εργασίες… Οταν τα μεροκάματα μειώθηκαν, πήραν τα έξι παιδιά τους και κατέβηκαν στην πρωτεύουσα.
«Τι δουλειά να κάνουν όμως αφού δεν ξέρουν γράμματα καθόλου;» αναρωτιέται η Λυδία. Κατέφυγαν στη στερεότυπη για τους τσιγγάνους λύση που για τους περισσότερους, εφόσον είναι αναλφάβητοι, είναι και η μόνη: Ζούσαν μαζεύοντας σίδερα από εδώ και από κει.
«Πείσμωσα. Σκεφτόμουν γιατί η “Μαρία” τα καταφέρνει και όχι εγώ. Διάβασα, διάβασα, διάβασα, μέρα νύχτα. Την επόμενη χρονιά πήγα στην έκτη δημοτικού. Δεν είχα βγάλει όλη την ύλη του δημοτικού αλλά πλέον καταλάβαινα», διηγείται.
Το πείσμα, ο θυμός για όσα μοιάζουν να «χαρίζονται» στους άλλους, η επιθυμία να αλλάξει τη ζωή της έγιναν το καύσιμο για τις προσπάθειές της. Πήγε γυμνάσιο, λύκειο έδωσε Πανελλαδικές και πέρασε. Σπούδασε κοινωνική λειτουργός και βοηθός βρεφονηπιοκόμου.
Στην συνέχεια πρόσθεσε: «Φυσικά και δούλευα ταυτόχρονα, πώς αλλιώς; Σε καφετέριες, σε κυλικεία, όπου μπορούσα». Για μερικά χρόνια εργαζόταν ως διαμεσολαβήτρια στα Κέντρα Κοινότητας, στα παραρτήματα για τους Ρομά, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένη να δουλεύει για να μπορεί να φάει –κυριολεκτικά– έκανε αίτηση για καθαρίστρια στον δήμο. Ετσι, έφτασε να δουλεύει στην καθαριότητα του Δήμου Κερατσινίου.
Οι γονείς της είναι περήφανοι για το παιδί τους «που ξέρει γράμματα», αλλά δεν το ομολογούν μπροστά της. «Η μόρφωση για εμάς είναι κάτι που δεν μπορείς να αγγίξεις εύκολα. Να ξυπνάς κάθε πρωί, να πλένεσαι, να ντύνεσαι και να πιάνεις το μολύβι; Είναι ξένο. Αγωνίζομαι για να σπάσει η αλυσίδα. Είμαι τσιγγάνα αλλά είμαι και άλλα πράγματα, έχω πολλές ταυτότητες όπως όλοι οι άνθρωποι».